Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή και σχολική αποτυχία

Συγγραφέας: Άντρη Τσαγγάρη, Διδακτορική Φοιτήτρια Τμήματος Επιστημών Αποκατάστασης, ΤΕΠΑΚ, BA in Primary Education, MA in Special Needs, MSc Educational Psychology

Ο όρος Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή (Developmental Language Disorder)  χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση κατά την οποία τα άτομα εμφανίζουν δυσκολίες στην κατανόηση ή/και έκφραση της γλώσσας σε σύγκριση με το προσδοκώμενο γλωσσικό επίπεδο που αναμένεται για την ηλικία στην οποία βρίσκονται να έχουν. Η απόκλιση αυτή στη φυσιολογική ανάπτυξη του λόγου δε δικαιολογείται από δυσκολίες που οφείλονται σε άλλες νευρολογικές διαταραχές, νοητική αδυναμία, ακουστικές διαταραχές κ.α. Η Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή συστήνεται ως μια ομπρέλα που καλύπτει τα περιστατικά από την ήπια μορφή τους μέχρι και την πιο σοβαρή αναλόγως το είδος και τον όγκο των γλωσσικών και άλλων συμπτωμάτων που εκδηλώνονται.

Τα παιδιά που ζουν με αυτή τη διαταραχή βιώνουν αρνητικές συνέπειες στο σχετικά άμεσο μέλλον τους αλλά και στην μετέπειτα πορεία της ζωής τους. Σύμφωνα με έρευνες σε παγκόσμιο επίπεδο, οι συνέπειες αυτές ποικίλουν. Κυρίως συνοψίζονται, αλλά δεν περιορίζονται, στον κοινωνικό, ακαδημαϊκό αλλά και ψυχολογικό τομέα. Συχνά κάνουν την εμφάνισή τους προβλήματα κοινωνικοποίησης λόγω της αδυναμίας των παιδιών να συμμετέχουν επαρκώς σε συζητήσεις με τους συνομηλίκους τους ή να αναπτύξουν τις κοινωνικές τους δεξιότητες σε κοινωνικά πλαίσια (πχ. στο σχολείο). Συνεπώς, αυτό έχει μεγάλο αντίκτυπο και στην ψυχοσύνθεσή τους, μειώνοντας την αυτοπεποίθησή τους και ταυτοχρόνως αυξάνοντας το αίσθημα της μοναχικότητας και της απομόνωσης και σε ορισμένες περιπτώσεις την επιθετικότητα .

Η μαθησιακή ικανότητα είναι ένας τομέας που επίσης επηρεάζεται άμεσα από την Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή. Οι δυσκολίες χειρισμού και κατανόησης της γλώσσας, καθώς και τα ελλείμματα σε μία ή περισσότερες γλωσσικές δεξιότητες (λεξιλόγιο, σύνταξη κ.λπ.),που αφορούν την κατανόηση και την παραγωγή λόγου, έχουν μεγάλο αντίκτυπο στην ακαδημαϊκή πορεία των μαθητών. Έχει βρεθεί επίσης ότι ενήλικες διαγνωσμένοι με Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή είχαν φτωχότερα ακαδημαϊκά προσόντα καθώς και μικρότερη πιθανότητα να ολοκληρώσουν πανεπιστημιακές σπουδές.

Στην Κύπρο όπου το κοινωνικoγλωσσικό μας υπόβαθρο έχει τη μορφή διγλωσσίας (Νέα Ελληνικά & Κυπριακή Διάλεκτος), ο εντοπισμός των παιδιών με ΑΓΔ είναι πιο πολύπλοκος εξαιτίας κυρίως της απουσίας ενός εργαλείου κατάλληλα προσαρμοσμένου στην ανίχνευση αυτών των δυσκολιών. Ως εκ τούτου το εκπαιδευτικό μας σύστημα τοποθετεί τα παιδιά που χρειάζονται αυτού του είδους παρέμβαση κάτω από την ομπρέλα των Ειδικών Αναγκών λαμβάνοντας ως κύριο γνώμονα διάφορες άλλες δυσκολίες οι οποίες αναπόφευκτα μπορούν να συνυπάρχουν (λχ. Μαθησιακές Δυσκολίες).

Συγκεκριμένα, επικρατεί μια σύγχυση δεδομένου της στενής σχέσης της ΑΓΔ με τη Δυσλεξία. Οι δύο αυτές διαταραχές μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά. Κυρίως αποτελούν και οι δύο παράγοντα επικινδυνότητας για φτωχή γλωσσική ανάπτυξη και εμπεριέχουν και οι δύο γλωσσολογικά  ελλείμματα.  Εντούτοις, έρευνες έχουν δείξει ότι οι δυσκολίες που εμφανίζονται με αυτές τις διαταραχές έχουν διαφορετική αφετηρία/ αιτιολογία. Η Δυσλεξία οφείλεται κυρίως σε φτωχές αναγνωστικές δεξιότητες και η ΑΓΔ σε φτωχές γλωσσικές δεξιότητες. Οι γλωσσικές δυσκολίες της ΑΓΔ αναμένεται να έχουν πιο ευρύ φάσμα με πιο διακριτές δυσκολίες στις προαναγνωστικές τους δεξιότητες.

Η εκμάθηση της ανάγνωσης είναι άμεσα συνυφασμένη με τις επαρκείς δεξιότητες που προϋποθέτει η γλωσσική επεξεργασία λόγω της άρρηκτης αντιστοιχίας μεταξύ του προφορικού και του γραπτού λόγου. Η εσωτερίκευση αυτής της σχέσης σε μικρή ηλικία είναι που θα οδηγήσει τον μαθητή στο να μάθει να διαβάζει. Η αναγνωστική ικανότητα (ειδικότερα στο επίπεδο της κατανόησης του κειμένου όπου παρουσιάζεται και η μεγαλύτερη δυσκολία) προϋποθέτει καλές γλωσσικές δεξιότητες με την κατανόηση και παραγωγή του προφορικού λόγου να αποτελούν παράγοντα πρόβλεψης για την ανάπτυξη των αναμενόμενων δεξιοτήτων.

Ενώ τα παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζουν δυσκολίες στον μηχανισμό εκμάθησης της ανάγνωσης, στα παιδιά με ΑΓΔ οι δυσκολίες αφορούν κυρίως την κατανόηση του κειμένου. Αυτό προκύπτει από τις δυσκολίες που έχουν και αφορούν το εύρος του λεξιλογίου τους και την κατανόηση των προτάσεων, κυρίως των σύνθετων. Το παιδί καθίσταται αναγκαίο να κατέχει ένα ικανοποιητικού εύρους λεξιλόγιο και την γνώση των γραμματικών κανόνων για να μπορεί να κατανοήσει τα κείμενα που διαβάζει.

Οι δυσκολίες στην ανάγνωση αναμένεται να εντείνουν όσο ο μαθητής ανεβαίνει τάξεις εξαιτίας του μεγαλύτερου βαθμού δυσκολίας των κειμένων τόσο σε έκταση όσο και σε  πολυπλοκότητα. Αποτέλεσμα αυτού, το παιδί με ΑΓΔ να καταβάλλει ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια για να καταφέρει να συμβαδίζει με τους συμμαθητές του.Είναι ασφαλές να αναφέρουμε ότι οι μαθητές που παρουσιάζουν αναγνωστικές δυσκολίες σε μεγαλύτερες ηλικίες ενδέχεται να παρουσιάζουν ΑΓΔ και καλό είναι αυτό να διερευνηθεί.

Αξιοσημείωτη είναι επίσης και η έρευνα που έχει γίνει γύρω από τον γραπτό λόγο. Τα παιδιά με ΑΓΔ ζορίζονται στο να αφομοιώσουν καινούριες πληροφορίες (αλφάβητο, λεξιλόγιο κ.ά.). Έρευνες έχουν καταδείξει ότι οι φτωχές γλωσσικές δεξιότητες αντανακλούν και εντοπίζονται στα γραπτά των παιδιών με ΑΓΔ, έτσι ο γραπτός τους λόγος χαρακτηρίζεται από λάθη στην μορφολογία και στη σύνταξη. Δυσκολεύονται να αναπτύξουν περιγραφικά και αφηγηματικά κείμενα, ενώ τα γραπτά τους κείμενα αποτελούνται συνήθως από απλές προτάσεις με ελλείμματα στη συνοχή αλλά και στην πληροφορία που προσπαθούν να μεταφέρουν. Μη αμελητέα και η αναφορά στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στα Μαθηματικά, εφόσον σε περιπτώσεις εκτός από την επίλυση εξισώσεων χρειάζεται και η κατανόηση και επίλυση λεκτικών προβλημάτων.

Όλες αυτές οι αδυναμίες έρχονται να συναντήσουν δυσκολίες που εμφανίζονται κατά τη διαδικασία της μάθησης. Δυσκολίες όπως η συμμετοχή στην τάξη με ερωταπαντήσεις, η εμπλοκή σε συζήτηση κατά την διάρκεια του μαθήματος ή/και οι ομαδικές δραστηριότητες. Όλα αυτά σύμφωνα με το σύστημα αξιολόγησης του σχολείου συνθέτουν αναπόφευκτα ένα προφίλ μαθητή με χαμηλή μαθησιακή επίδοση.

Ο καθορισμός της γραμμής που διαχωρίζει την ΑΓΔ από τη νόρμα είναι ζήτημα περίπλοκο εφόσον τα άτομα αναπτύσσουν τη γλώσσα σε διαφορετικά στάδια με αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό τους να περνάει τη ζωή του αδιάγνωστο εκδηλώνοντας τις συνέπειες αυτής της παράλειψης εφ’ όρου ζωής.  Καθίσταται επομένως επιτακτική ανάγκη η ενθάρρυνση για σωστή και έγκαιρη πρόγνωση.

Στόχος αυτής της προσπάθειας για ενημέρωση είναι να δοθεί η απαραίτητη σημασία στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά με Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή όπως δίνεται και σε άλλες νευροαναπτυξιακές καταστάσεις. Η ελλιπής ενημέρωση σε συνδυασμό με την ανεπαρκή παροχή υπηρεσιών μειώνουν τις ευκαιρίες για συζήτηση γύρω από το θέμα. Τελικός σκοπός είναι η κατανόηση του πεδίου των γλωσσικών διαταραχών από ειδικούς, εκπαιδευτικούς και γονείς που θα στρέψει την προσοχή στον εντοπισμό και τη σωστή αξιολόγηση για να οδηγηθούμε σε άμεση και έγκαιρη παρέμβαση η οποία επιστημονικά αποδεδειγμένα επιφέρει θετικά αποτελέσματα στη συνολική ανάπτυξη το παιδιού.